- φεγγώδης
- -ῶδες, Α [φέγγος]αυτός που φέγγει, που λάμπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
ՃԱՌԱԳԱՅԹԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c ա. φεγγώδης, σπινθηροειδής, κερκώδης radii formae եւն. Ունօղ զձեւ կամ զտեսիլ եւ զնմանութիւն ճառագայթից. ճառագայթատեսիլ. լուսատեսակ. եւ Անուաձեւ. ճախարակաձեւ ինչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)